εξάπτω

εξάπτω
(αόρ. εξήψα, παθ. αόρ. εξήφθην) μετ. возбуждать, раздражать; распалять (разг );

εξάπτ τό μίσος — разжигать ненависть;

εξάπτομαι — возбуждаться, раздражиться, выходить из себя, горячиться; — распаляться (разг );

δεν συζητώ γιατί εξάπτεσαν — я не разговариваю с тобой потому, что ты раздражён


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εξάπτω" в других словарях:

  • ἐξάπτω — fasten from pres subj act 1st sg ἐξάπτω fasten from pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάπτω — εξάπτω, (εξήψα) βλ. πίν. 213 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… …   Dictionary of Greek

  • εξάπτω — εξήψα, εξάφτηκα, μτβ. 1. διεγείρω, ερεθίζω, ανάβω: Ο Λόγος του εξάπτει τα πολιτικά πάθη. 2. το μέσ., εξάπτομαι οργίζομαι απότομα, ανάβω: Μην εξάπτεσαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξάψουσιν — ἐξάπτω fasten from aor subj act 3rd pl (epic) ἐξάπτω fasten from fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξάπτω fasten from fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐξά̱ψουσιν , ἐξάπτω fasten from futperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαμμέναι — ἐξάπτω fasten from perf part mp fem nom/voc pl (ionic) ἐξαμμένᾱͅ , ἐξάπτω fasten from perf part mp fem dat sg (doric ionic aeolic) ἐξᾱμμέναι , ἐξάπτω fasten from perf part mp fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐξᾱμμένᾱͅ , ἐξάπτω fasten from perf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαμμένον — ἐξάπτω fasten from perf part mp masc acc sg (ionic) ἐξάπτω fasten from perf part mp neut nom/voc/acc sg (ionic) ἐξᾱμμένον , ἐξάπτω fasten from perf part mp masc acc sg (doric aeolic) ἐξᾱμμένον , ἐξάπτω fasten from perf part mp neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαμμένων — ἐξάπτω fasten from perf part mp fem gen pl (ionic) ἐξάπτω fasten from perf part mp masc/neut gen pl (ionic) ἐξᾱμμένων , ἐξάπτω fasten from perf part mp fem gen pl (doric aeolic) ἐξᾱμμένων , ἐξάπτω fasten from perf part mp masc/neut gen pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξήφθην — ἐξάπτω fasten from plup ind mp 3rd dual (attic epic doric ionic aeolic) ἐξάπτω fasten from plup ind mp 3rd dual (attic epic ionic) ἐξάπτω fasten from aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐξάπτω fasten from aor ind pass 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξημμένα — ἐξάπτω fasten from perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐξημμένᾱ , ἐξάπτω fasten from perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἐξημμένᾱ , ἐξάπτω fasten from perf part mp fem nom/voc sg (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάπτῃ — ἐξάπτω fasten from pres subj mp 2nd sg ἐξάπτω fasten from pres ind mp 2nd sg ἐξάπτω fasten from pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»